Παρτιτούρες:
Μέρος δεύτερο (παρτιτούρα PDF)
Μέρος τρίτο:
Λίγα λόγια
Τι κι αν προσπαθώ να πάω σ’ άλλη γη.
Η καρδιά μου θα είναι εκεί -σαν νεκρός- θαμμένη.
Δεν έχω πια καινούριες μουσικές κι ούτε δημιουργικές επιθυμίες…
Μόνο αισθάνομαι κάποια γαλήνη, όταν βρίσκομαι κοντά εκεί.
Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του piano trio το έγραψα στο Potsdam, το 1997.
Για κάποιο λόγο, από την παρτιτούρα που βρήκα πρόσφατα έλειπαν κάποιες σελίδες (ειδικά στην αρχή έλειπε σχεδόν όλο το τμήμα της έκθεσης).
Σκέφτηκα να τα ξαναγράψω, σε μία ευρύτερη ανάγκη να επιστρέψω.
Μάταια.
Πουθενά τα χρώματα και οι μουσικές. Πουθενά η ζωή.
Η προσπάθεια να αναγεννήσω το παρελθόν ήταν ανεπιτυχής.
Όσο κι αν το αγαπώ και όσο κι αν αντέχω να υπάρχω γι’ αυτό,
υπάρχει μόνο στην καρδιά μου.
Έτσι που τη ζωή μου ρήμαξα εδώ,
στην κόχη ετούτη τη μικρή, σ’ όλη τη γη τη χάλασα…
Το μόνο που κατάφερα να κάνω ήταν να επεξεργαστώ κάπως το υλικό, ώστε να πάρει μία κατανοητή μορφή.
Σα να κολλάς τα κομμάτια μίας παλιάς φωτογραφίας…
Piano Trio λοιπόν!
Έργο για όμποε, βιολί και πιάνο.
Σαφέστατα ανώριμης περιόδου (όχι ότι έχω φτάσει κάποια καλλιτεχνική ή άλλη ωριμότητα, μα μου προκαλούν έκπληξη -όχι απαραίτητα δυσάρεστη- οι πειραματισμοί με τα άκρα και οι τόσες εναλλαγές στο ύφος).
Έργο ημιτελές. Μόνο που αντίθετα με ότι εννοούμε συνήθως στη μουσική με τον όρο ημιτελές (“unfinished”), στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν λείπει το τέλος, μα κομμάτια της αρχής.
Αυτό το έργο μου μοιάζει (έτσι που τη ζωή μου ρήμαξα).
Και άντε τώρα να προσπαθείς να γεμίσεις την παύση.
Και άντε τώρα, έτσι λειψός και υπεύθυνος, να ζήσεις…
Η ΠΟΛΙΣ
Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»
Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.